- γεωδαιτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωδαισία («γεωδαιτικά όργανα», «γεωδαιτικές υπηρεσίες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωδαιτικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωδαισία, ο χωρομετρικός: Γεωδαιτικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek
υπέρκυκλος — ο, Ν (γεωδ.) ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων μιας επιφάνειας, τών οποίων οι γεωδαισιακές αποστάσεις από ένα τυχόν σημείο της είναι ίσες, αλλ. γεωδαιτικός κύκλος … Dictionary of Greek